ετώσιος

ετώσιος
ἐτώσιος, -ον (Α)
(επικ. επίθ.)
1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.)
2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», Ησίοδ.)
3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ' ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν», Ησίοδ.)
4. ψεύτικος, προσποιητός
5. (το ουδ. ως επίρρ.) α) ἐτώσιον
μάταια, ανώφελα, τοῡ κάκου
β) (και στον πληθ.) ἐτώσια
άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.).
επίρρ...
ἐτωσίως
μάταια, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐτώσιος — to no purpose masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτωσίως — ἐτώσιος to no purpose adverbial ἐτώσιος to no purpose masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτώσιον — ἐτώσιος to no purpose masc/fem acc sg ἐτώσιος to no purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτωσίου — ἐτώσιος to no purpose masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτώσια — ἐτώσιος to no purpose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αετώσιος — ἀετώσιος, ον (Α) αντί τού ἐτώσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθ. + ἐτώσιος] …   Dictionary of Greek

  • ετωσιοεργός — ἐτωσιοεργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο εργός, εν εργός] …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • πανετώσιος — ον, Α ο εντελώς μάταιος, ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτώσιος «μάταιος»] …   Dictionary of Greek

  • περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”