- ετώσιος
- ἐτώσιος, -ον (Α)(επικ. επίθ.)1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.)2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», Ησίοδ.)3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ' ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν», Ησίοδ.)4. ψεύτικος, προσποιητός5. (το ουδ. ως επίρρ.) α) ἐτώσιονμάταια, ανώφελα, τοῡ κάκουβ) (και στον πληθ.) ἐτώσιαάσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.).επίρρ...ἐτωσίωςμάταια, άσκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετός].
Dictionary of Greek. 2013.